συμπαρέχω

συμπαρέχω
Α [παρέχω]
1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρέχει — συμπαρέχω assist in pres ind mp 2nd sg συμπαρέχω assist in pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρέξοντες — συμπαρέχω assist in fut part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρέσχε — συμπαρέχω assist in aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρέχεται — συμπαρέχω assist in pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρέχουσαι — συμπαρέχω assist in pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρέχων — συμπαρέχω assist in pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”